- τρίκοκκο
- το / τρίκοκκον, ΝΑβλ. τρίκοκκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρίκοκκος — η, ο / τρίκοκκος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει τρεις κόκκους 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίκοκκο(ν) είδος μούσμουλου αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ τρίκοκκος α) είδος μούσμουλου β) το φυτό ηλιοτρόπιο το μέγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόκκος «σπυρί» (πρβλ. δί… … Dictionary of Greek
τρικοκκιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ.) του νομού Γρεβενών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (69 τ. χλμ.) στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, η Άνοιξη (υψόμ. 550 μ.) και το Τριφύλλι (υψόμ. 470 μ.). * * * και τρικουκκιά, η, Ν [τρίκοκκο] κοινή … Dictionary of Greek